- ασκεψία
- ασκεψία, η και ασκεψιά, ηαπερισκεψία, επιπολαιότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασκεψιά — η (Α ἀσκεψία) απερισκεψία, επιπόλαια σκέψη ή ενέργεια … Dictionary of Greek
ἀσκεψίας — ἀσκεψίᾱς , ἀσκεψία want of consideration fem acc pl ἀσκεψίᾱς , ἀσκεψία want of consideration fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστοχασιά — η ασκεψία, ακρισία, απροσεξία: Αστοχασιά του ήταν να μη σε συμβουλευτεί για τη δουλειά που λογάριαζε να κάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)